- ὑπερεχθραίνω
- ὑπερεχθραίνω, = foreg., Ptol.Tetr.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερεχθραίνω — Α ὑπερεχθαίρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐχθραίνω «μισώ, εχθρεύομαι»] … Dictionary of Greek